υπεξουσιότητα

υπεξουσιότητα
subordination

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεξουσιότητα — η / ὑπεξουσιότης, ητος, ΝΜ [ὑπεξούσιος] το να είναι κανείς υπεξούσιος …   Dictionary of Greek

  • υπεξουσιότητα — η το να είναι κανείς υπεξούσιος, υποταγή, εξάρτηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”